χειρολάβη

χειρολάβη
χειρο-λάβη [pron. full] [ᾰ], ,
A handle, Ph.Bel.76.23, Inscr.Delos1441 Aii53 (ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χειρολάβη — handle fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρολάβῃ — χειρολάβη handle fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρολάβη — ἡ, Α χειρολαβή τού αρότρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + λάβη (< θ. λαβ τού λαμβάνω, πρβλ. αόρ. β ἔ λαβ ον)] …   Dictionary of Greek

  • χειρολαβή — η, Ν 1. επίμηκες ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα για τα χέρια πάνω σε κιγκλίδωμα σκάλας, χειραγωγός 2. αναρτημένο στήριγμα σε λεωφορεία και σε άλλα οχήματα για να κρατιούνται οι όρθιοι επιβάτες 3. η λαβή εργαλείου ή μηχανήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) …   Dictionary of Greek

  • χειρολαβή — η 1. το επίμηκες ξύλο στο πάνω μέρος του κιγκλιδώματος στο οποίο στηρίζονται οι ανερχόμενοι και κατερχόμενοι. 2. η λαβή του αλετριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χειρολάβην — χειρολάβη handle fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χειρολάβης — χειρολάβη handle fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”